Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Μια φορά κι έναν καιρό, δεν έφταιγε κανείς

Steen-Καυγάς σε χαρτοπαίγνιο

Μια φορά κι έναν καιρό, δύο φίλοι, ένοικοι στην ίδια πολυκατοικία, στην οποία διαχειριστής είναι ο κος Λαμογιόπουλος, συζητούν μεταξύ τους:

κος Πολίτης: Είπες του διαχειριστή να βάλει επιτέλους πυροσβεστήρες στην πολυκατοικία;
κος Βολεψιάδης: Αφού του το είπες εσύ.
Π: Όλοι πρέπει να τον πιέσουμε, γιατί δεν τον βλέπω πολύ πρόθυμο. Καλά, οι υπόλοιποι δεν ανησυχείτε;
Β: Εντάξει μωρέ, μην είσαι μίζερος. Είχαμε κι έξοδα τον τελευταίο καιρό.
Π: Δηλαδή οι τουλίπες στον κήπο και τα καινούργια φαναράκια είναι πιο σημαντικά από την ασφάλειά μας;
Β: Αμάν ρε συ! Σκέτη καταστροφή είσαι. Τι θέλεις τώρα;
Π: Μα δεν σας καταλαβαίνω. Γιατί ποτέ δεν διαμαρτύρεστε όταν κάνει ατασθαλίες; Τον φοβόσαστε;
Β: Δεν τον φοβόμαστε. Αλλά, να! Είναι εξυπηρετικός άνθρωπος και έχει διασυνδέσεις παντού. «Καθάρισε» με τους ημιυπαίθριους και γλιτώσαμε τα πρόστιμα, βρήκε άκρη με τον Δήμο και αφήνουμε τα αυτοκίνητα απέναντι, φρόντισε για τη μονοδρόμηση μπροστά στο σπίτι μας και γλιτώσαμε τη φασαρία. Έχει σκιστεί ο άνθρωπος.

Λίγους μήνες μετά, ένα βραχυκύκλωμα γίνεται η αιτία να τυλιχτεί η πολυκατοικία στις φλόγες. Μόλις που πρόλαβαν οι ένοικοι να βγουν έξω. Ο Βολεψιάδης πανικόβλητος, αρπάζει από τον γιακά τον Λαμογιόπουλο:
Β: Μας κατέστρεψες αλήτη! Ούτε ένας πυροσβεστήρας δεν βρέθηκε πουθενά. Πάει η περιουσία μας, πάει το μέλλον των παιδιών μας!
Εκείνη την ώρα εμφανίζεται ένας άλλος ένοικος, ο κος Πονηράκης.
ΠΟΝ: Για τον πυροσβεστήρα λες; Εδώ ο σιχαμένος είχε στήσει κομπίνα με τον ηλεκτρολόγο και σε κάθε επισκευή έβαζε άχρηστα, μεταχειρισμένα υλικά για να τσεπώνουν τα καινούργια. Με τον υδραυλικό τα ίδια. Με τον συντηρητή του ασανσέρ επίσης. Κάθε φορά που έμπαινα στο ασανσέρ έκανα τον σταυρό μου.
Β: Τι λες μωρέ; Και γιατί δεν είπες τίποτα;
ΠΟΝ: Νόμιζα πως το ξέρατε.
Μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι. Έβριζαν, έφτυναν και χαστούκιζαν τον διαχειριστή, ενώ η φωτιά είχε φουντώσει και «έγλειφε» ήδη το διπλανό κτίριο. Ο κ. Πολίτης επιστρέφει εκείνη την ώρα από τη δουλειά του και βλέπει έντρομος το θέαμα.
Π: Τι στην ευχή κάνετε εδώ μαζεμένοι; Πού είναι η πυροσβεστική;
Εκείνοι όμως, δεν άκουγαν τίποτα. Ούρλιαζαν όλοι μαζί, ο ένας εναντίον του άλλου και όλοι εναντίον του Λαμογιόπουλου. Ο κος Πολίτης καλεί την πυροσβεστική. Η φωτιά σβήνει, αλλά η ζημιά είναι μεγάλη.

Συμφωνούν όλοι να ορίσουν έναν υπηρεσιακό διαχειριστή, που θα αναλάβει τις επισκευές. Ένας προτείνει τον Πολίτη. «Α, όχι αυτόν» αναφώνησαν οι περισσότεροι. «Αυτός είναι γκαντέμης! Είχε λυσσάξει με αυτούς τους πυροσβεστήρες και να τι πάθαμε!» Κι έτσι, προτίμησαν τον Πονηράκη, που είχε το θάρρος να ξεσκεπάσει τις ρεμούλες του Λαμογιόπουλου.
Μάζεψε, λοιπόν, μαστόρια και συνεργεία και εκείνοι του είπαν «τόσα θέλουμε». Η ζημιά μεγάλη, ο λογαριασμός υπερβολικά μεγάλος. Αλλά οι επισκευές έπρεπε να γίνουν αμέσως, γιατί αλλιώς η πολυκατοικία θα κατέρρεε. Λόγω της θλιβερής κατάστασης και επειδή μια πιθανή κατάρρευση θα είχε συνέπειες για όλη τη γειτονιά, τα μαστόρια συμφώνησαν να χρηματοδοτήσουν τις επισκευές και να πληρώνονται με δόσεις σε βάθος χρόνου. Με την προϋπόθεση πως οι ένοικοι θα ήταν συνεπείς στις πληρωμές τους. Ξεκίνησε λοιπόν το έργο ο Πονηράκης, έχοντας την ελπίδα πως όλο και κάποιος «φιλικός» μάστορας θα ήταν πρόθυμος να του εξασφαλίσει και κάποιο κέρδος για τον κόπο του.
Οι ένοικοι τώρα, μόλις είδαν τον λογαριασμό, έπαθαν αποπληξία! Έπρεπε να δώσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν για αυτή τη ρημάδα την επισκευή. Πλήρωναν και ξαναπλήρωναν τις δόσεις και αποτελέσματα δεν έβλεπαν. Ο Πονηράκης δεν διευκόλυνε καθόλου τα συνεργεία στη δουλειά τους. Θέλοντας να κρατήσει τη θέση του διαχειριστή και μετά την αποκατάσταση της ζημιάς, προσπαθούσε να μην στεναχωρήσει κανέναν: «Μην πειράξετε αυτόν τον τοίχο, μην αφαιρέσετε αυτά τα πλακάκια, μην τρυπήσετε εδώ, μην αλλάξετε χρώμα εκεί...»
 Αλλά τα μεροκάματα πληρώνονταν κάθε μέρα και η πολυκατοικία εξακολουθούσε να είναι έτοιμη να καταρρεύσει.

Τότε ήταν που ανέλαβε δράση ο  κος Παραμύθης. Τους μάζεψε όλους στο καφενείο της γειτονιάς και έβγαλε έναν λόγο, μαγευτικό:
«Αγαπητοί μου συνένοικοι! Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε ενωμένοι τον κοινό μας εχθρό. Είναι πλέον φανερό πως ο κος Λαμογιόπουλος και ο κος Πονηράκης έβαλαν φωτιά στα σπίτια μας για να δώσουν την ευκαιρία στα συνεργεία να πλουτίσουν! Και αφού κατέστρεψαν τις περιουσίες σας, τώρα κοιτάζουν να σας στερήσουν και το εισόδημά σας! Δεν θα τους το επιτρέψουμε. Θα φτιάξουμε μόνοι μας τα διαμερίσματά μας!»
Μέσα στα χειροκροτήματα και τις επευφημίες, ακούστηκε η φωνή του κου Πολίτη:
Π: «Εφόσον δεν είμαστε σε θέση να χρηματοδοτήσουμε μόνοι μας τις εργασίες, νομίζω πως, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο διαχειριστής, τα συνεργεία μας είναι απαραίτητα»
ΠΑΡ: « Και βέβαια μπορούμε! Θα μας χρηματοδοτήσουν αυτοί που έχουν τα μεγάλα διαμερίσματα. Κάντε με διαχειριστή και θα δείτε!»
Π: «Μα για τη ζημιά ευθύνονται όλοι. Όλοι δεν ανέχτηκαν τις ατασθαλίες του Λαμογιόπουλου; Όλοι δεν αδιαφόρησαν που δεν είχαμε πυροσβεστήρες; Γιατί να πληρώσουν μόνο οι δυο - τρεις; Εγώ νομίζω πως πρέπει....»

Το ακροατήριο έγινε έξαλλο! «Αυτοί, αυτοί να πληρώσουν» ούρλιαζαν. «Θάνατος στους διαχειριστές». Οι περισσότεροι έδειχναν αποφασισμένοι να αναθέσουν τη δουλειά στον Παραμύθη.

Τις επόμενες μέρες, οι τρεις που είχαν τα μεγάλα διαμερίσματα τα πούλησαν όσο-όσο στους μαστόρους και έφυγαν για άλλη γειτονιά. Οι μάστορες, που ήταν τώρα και δανειστές και ιδιοκτήτες, έγιναν ακόμα πιο απαιτητικοί.
Μέχρι σήμερα, αυτή η πολυκατοικία είναι υπό κατάρρευση. Η μόνη της ελπίδα είναι καταφέρει ο κος Πολίτης να πείσει τους υπόλοιπους πως όλοι έφταιξαν και όλοι μαζί έπρεπε τώρα να πληρώσουν και να σώσουν τις περιουσίες τους. Να τους κάνει να καταλάβουν πως αν αυτοί δεν επέτρεπαν στον κο Λαμογιόπουλο να τους εξαπατήσει, θα υπήρχαν στο κτίριο πυροσβεστήρες και κανένα συνεργείο δεν έρχεται εκεί που δεν χρειάζονται επισκευές.  

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

«Αν δεν σας αρέσει η Ελλάδα να αλλάξετε χώρα», είπε η εισαγγελέας


Σε διεθνείς αθλητικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις και διαγωνισμούς, οι παρευρισκόμενοι κρατούν τις σημαίες των κρατών τους. Ο νικητής στους διεθνείς αγώνες είναι ο εκπρόσωπος της χώρας του και η πιο συγκινητική στιγμή είναι η έπαρση της σημαίας και το άκουσμα του εθνικού ύμνου.

Στη Βοστώνη, την ανακούφιση από τη σύλληψη των παρανοϊκών ακολούθησε μια ξέφρενη γιορτή στους δρόμους με αμερικανικές σημαίες να κυματίζουν παντού, συμβολίζοντας τη νίκη ολόκληρης της κοινότητας ενάντια στο έγκλημα. Οι πολίτες της Βοστώνης είχαν κάθε λόγο να νιώσουν περήφανοι για τη χώρα τους και η σημαία είναι αναμενόμενο να κυματίζει τέτοιες στιγμές.
Στην Ελλάδα, όπως και στην Αυστρία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σουηδία κ.α., η βεβήλωση της σημαίας διώκεται ποινικά. Όποιος διαφωνεί με αυτό, ας αγωνιστεί θεσμικά να πείσει την πλειοψηφία των πολιτών πως είναι προτιμότερη η αντίθετη ή μία πιο χαλαρή αντιμετώπιση, την οποία έχουν υιοθετήσει χώρες όπως το Βέλγιο, η Αυστραλία, ο Καναδάς κ.ά. Οι δημοκρατούμενοι λαοί αποφασίζουν για τους νόμους τους και στη συνέχεια τους τηρούν.

Ο καθένας είναι ελεύθερος να ταυτίζει τη σημαία και τα εθνικά σύμβολα με τον φασισμό, τη χούντα, τους Σκοτεινούς Χρόνους ή την εξαφάνιση των δεινοσαύρων, αν αυτό τον διασκεδάζει. Μπορεί στ' αλήθεια, εκεί που οι άλλοι βλέπουν μια ιστορία, μια ιδέα, εκείνος να βλέπει ένα χρωματιστό πανί, αν και είναι παράδοξο να τα βάζει κάποιος με ένα πανί που δεν σημαίνει τίποτα. Προφανώς μάχεται την ιδέα που αυτό συμβολίζει. Κανένας, βέβαια, δεν τον υποχρεώνει να τη σέβεται ή να την τιμά, αλλά και κανένας δεν του δίνει  το δικαίωμα να την προσβάλλει και να την βανδαλίζει. Μάλιστα, εκείνος που εξυβρίζει και υποτιμά όσους σέβονται τα εθνικά τους σύμβολα, σε μια χώρα που οι περισσότεροι έχουμε συμφωνήσει πως αξίζουν τον σεβασμό μας, είναι εχθρός της ίδιας της δημοκρατίας.

Φαντάζομαι πως η γνώση του ρόλου που έχουν τα σύμβολα στη διανοητική επεξεργασία των εννοιών, και η συμβολή τους στη συνοχή της (οποιασδήποτε) ομάδας, θα ήταν μια δυσάρεστη αποκάλυψη για εκείνους που οραματίζονται αναρχοαυτόνομες ουτοπίες, όποιας προέλευσης.
Ακόμα και αν συνέβαινε το αδύνατο, κατόρθωναν, δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι να ζουν ειρηνικά και αγαπημένοι, ακολουθώντας όλοι τον ίδιο νόμο, ως μία κοινότητα, ακόμα και τότε θα έφτιαχναν ένα σύμβολο για να εκφράσουν αυτή την ιδέα της παγκόσμιας αδελφοποίησης. Μία σημαία, ένα έμβλημα που θα διέκρινε αυτή την κοινωνία από τις προηγούμενες και τις επόμενες. Που θα δήλωνε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι τους εμπνέει.

Η εισαγγελέας που καταδίκασε τα λεβεντόπαιδα που έκαψαν τη σημαία, εφάρμοσε τον νόμο και δεν είπε τίποτα διαφορετικό από αυτό που είχε πει ο Σωκράτης λίγο πριν πεθάνει, όταν εξηγώντας γιατί δεν ήθελε να δραπετεύσει, «ακούει» τους νόμους να του λένε:
«.... έχουμε δώσει εκ των προτέρων το δικαίωμα σε όποιον Αθηναίο θέλει, αφού περάσει τη δοκιμασία και ενημερωθεί για το πολίτευμα και για εμάς τους νόμους, αν δεν του αρέσουμε, να πάρει τα πράγματά του και να πάει όπου θέλει.»




Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Μήπως κάτι δεν κάνουμε καλά;

Μια σύντομη, αλληγορική παρουσίαση του πώς αντιμετωπίζουμε την οικονομική κρίση στην Ελλάδα

Οι ώρες κυλούν γλυκά, εκνευριστικά αργά, καθώς τεμπελιάζεις βολτάροντας στον εικονικό κόσμο. Μασουλάς άπληστα τα πατατάκια σου, πίνεις το ποτάκι σου και σχολιάζεις αμέριμνα εκείνη τη φωτογραφία με την τιβι περσόνα που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον αγαπημένο της και χαλάει τον κόσμο. Ρίχνεις μια ματιά και στην προτεινόμενη σελίδα με εκείνα τα φοβερά παπούτσια που κοστίζουν μόνο 325 ευρώ! «Πόσο βαριέμαι» σκέφτεσαι, ενώ κοινοποιείς τη φωτογραφία με την προτροπή: «Like και Share αν έχεις μια αδερφή που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχεις στη ζωή σου». Θυμάσαι πως έχεις να της μιλήσεις δυο χρόνια και πριν το καλοσκεφτείς, εμφανίζεται στην οθόνη σου, επιτέλους, κάτι ενδιαφέρον: « Ο χρήστης Κούλα Χασομερίδου σας πρόσθεσε με ετικέτα σε μια φωτογραφία». Πατάς τον σύνδεσμο και.... κολλάει το σύμπαν!

Το «ποντίκι» πάει κι έρχεται, αλλά η σελίδα δεν κλείνει. Ανοίγει ένα παραθυράκι, κάτι γράφει, αλλά δεν ξέρεις γρι αγγλικά! Πανικός!
Φωνάζεις όλη την οικογένεια. «Τι να κάνω;».

«Περίμενε λίγα λεπτά. Θα στρώσει μόνο του», λέει ο ένας.
«Ο άχρηστος ο μάστορας φταίει. Ποιος ξέρει τι βλακεία έκανε», λέει ο άλλος
«Μπα, το μηχάνημα ήταν από την αρχή μάπα! Πέταμα θέλει», λέει ο τρίτος.
Όλη η οικογένεια εμπλέκεται σε έναν καβγά άνευ προηγουμένου!
«Εσύ φταις, που το έχεις φορτώσει με ένα σωρό σκουπίδια».
«Εγώ ή εσύ; Που είσαι άσχετος και δεν ξέρεις να το χρησιμοποιείς;».
«Η μικρή φταίει που το έχει όλη μέρα αναμμένο. Τα ‘παιξε το εργαλείο»

Ο μεγάλος γιος, κλωτσάει με λύσσα το μηχάνημα για να το τιμωρήσει και να το αναγκάσει να επανέλθει. Κι ενώ εσύ, μόλις έχει εξηγήσει τηλεφωνικά στον φίλο σου, τον τρελαμένο ΙΤ γκουρού, τι σου συμβαίνει, ο υπολογιστής σου υποκύπτει στο τραύμα και τα κακαρώνει.
Αποσβολωμένη μπροστά στην καταστροφή, που γκρέμισε τον μόνο κόσμο που είχες μάθει να χειρίζεσαι, ακούς την ψύχραιμη φωνή του φίλου σου από την άλλη άκρη της γραμμής:

«Restart έκανες;» 






                                                                                                                       Αθηνά Ταρλά