Σάββατο 25 Μαΐου 2013

"Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω πολίτης". Μία διαδρομή από το θρανίο στην κάλπη

Μιλώντας στο τηλέφωνο με έναν μαθητή, που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Λύκειο κι ετοιμαζόταν για τις πανελλήνιες, του ευχήθηκα «καλό διάβασμα» και «καλός πολίτης».
- Δεν απολύομαι από τον στρατό, κυρία, μου είπε σκασμένος στα γέλια.
- Το ξέρω, του είπα. Αλλά γίνεσαι μέλος της πολιτείας.

Αποφοιτώντας ένας μαθητής από το Λύκειο, αυτό που βλέπει μπροστά του είναι ένα μηχανογραφικό και η σχολή που θα τον καταρτίσει επαγγελματικά. Απολύτως φυσιολογικό να τον απασχολεί η επαγγελματική του αποκατάσταση, αλλά εγείρεται ένα ερώτημα: Πότε θα προλάβει να σκεφτεί τον ρόλο που πρόκειται να διαδραματίσει ως πολίτης; Ή έχει αποφασίσει πως δεν θα παίξει ποτέ αυτόν τον ρόλο;
Η λέξη πολίτης μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, στην αρχαία Αθήνα, την πόλη-κράτος που ήταν ταυτόχρονα και το σχολείο του, καθώς δεν υπήρχε δημόσια εκπαίδευση και μόνο λίγοι είχαν τη δυνατότητα να προσλάβουν δασκάλους για τα παιδιά τους. Όλοι όμως, πλούσιοι και φτωχοί, συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, όπου έπαιρναν αποφάσεις για τα σημαντικότερα ζητήματα του κράτους τους: Δικαστικές αποφάσεις, ζητήματα αμυντικής στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής, για όλα ψήφιζαν οι ίδιοι, χωρίς να έχουν διδαχτεί το μάθημα της  Πολιτικής Αγωγής. Ή μήπως είχαν;
Η εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε τακτικά 3 φορές τον μήνα, χώρια οι έκτακτες συνεδριάσεις. Σε αυτές, ένας Αθηναίος κατά τη διάρκεια της ζωής του, είχε παρακολουθήσει εκατοντάδες αγορεύσεις προικισμένων ρητόρων, εξαιρετικές πολιτικές αναλύσεις και προτάσεις, από τις οποίες επέλεγε εκείνη που του φαινόταν πιο κατάλληλη. Σκεφτείτε πόσες φορές θα ένιωσε περήφανος για κάποια ψήφο του και πόσες φορές θα μετάνιωσε πικρά. Παράλληλα, παρακολουθούσε υψηλού επιπέδου θεατρικές παραστάσεις, δράματα που εξέταζαν σε βάθος τα ζητήματα της σχέσης του πολίτη με την εξουσία και κωμωδίες που σχολίαζαν καυστικά και διακωμωδούσαν τα πολιτικά πρόσωπα της εποχής.
Η Πολιτική Αγωγή του Αθηναίου πολίτη διαρκούσε μια ολόκληρη ζωή.  Δια βίου μάθηση το λέμε σήμερα,  μόνο που τότε δεν αφορούσε κάποιες ειδικότητες, αλλά τη διαχείριση της ιδιωτικής και της συλλογικής ζωής, που τότε δεν διακρίνονταν εύκολα μεταξύ τους. Ανάμεσα σε τέτοιους πολίτες μεγάλωναν οι έφηβοι, μέχρι να έρθει η ώρα της δικής τους συμμετοχής.
Στα σύγχρονα κράτη της έμμεσης Δημοκρατίας, η Πολιτική Αγωγή διδάσκεται στα σχολεία, δυστυχώς χωρίς επιτυχία όσον αφορά τη χώρα μας, για λόγους που δεν θα αναλύσουμε εδώ. Το αποτέλεσμα πάντως είναι πως οι  νέοι ψηφοφόροι που καλούνται να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα – υποχρέωση, αλλά και πολλοί μεγαλύτεροι που ψηφίζουν ήδη, δεν είναι σε θέση να απαντήσουν σε ζωτικής σημασίας ερωτήματα. Για να μην πούμε ότι δεν έχουν ποτέ θέσει αυτά τα ερωτήματα στον εαυτό τους.
Είναι δημοκρατικό να σε υποχρεώνει ο νόμος να ψηφίσεις;
Με ποια κριτήρια θα επιλέξετε αυτόν που θα ψηφίσετε;
Πώς γίνεται χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ και η Νιγηρία να ισχυρίζονται ότι είναι Δημοκρατίες;

Η πιο συνηθισμένη αντίδραση, όταν τίθενται αυτά τα ερωτήματα, είναι: «Αυτά είναι για τους πολιτικούς κι εμένα δεν με ενδιαφέρει η πολιτική».
Γιατί δεν τον ενδιαφέρει άραγε; Διότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για κάτι που δεν καταλαβαίνει πως τον αφορά. Τι έχει μείνει, λοιπόν, από αυτά που διδάχτηκε στο μάθημα της Πολιτικής Αγωγής;
Σκόρπιες λέξεις που δεν κατόρθωσε να συνδέσει με λογικό τρόπο μεταξύ τους. Για παράδειγμα, γνωρίζει τις λέξεις Πολίτης, Κράτος και Δημοκρατία. Τι κατανοεί όμως;

Η Δημοκρατία «είναι ένα μέρος που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει», είχε γράψει ένας μαθητής στην έκθεσή του. Άλλα παιδιά την εκλαμβάνουν περίπου ως εγγενές χαρακτηριστικό, όπως το χρώμα των ματιών. Συχνά, την περιγράφουν στις εκθέσεις τους ως μία μεταφυσική οντότητα που εξασφαλίζει ίσα  δικαιώματα για όλους. Μεγαλώνοντας μαθαίνουν, βέβαια, πως έχουν και υποχρεώσεις. Στο σπίτι, στο σχολείο, και αργότερα στον εργασιακό χώρο. Α, είναι και οι υποχρεώσεις απέναντι στην πολιτεία, κάτι για την τήρηση των νόμων ..., αλλά για κάποιον μυστήριο λόγο αυτές οι υποχρεώσεις φαίνεται να μην έχουν και τόση σημασία.
Το Κράτος από την άλλη, φαντάζει στο μυαλό τους σαν ένα τέρας που κατέβηκε με διαστημόπλοιο από τον Σείριο, εντελώς αποσυνδεδεμένο από την εκλογική διαδικασία. Είναι ο μπαμπούλας που προσπαθεί να μας κλέψει τα δικαιώματα που απλόχερα μας χάρισε η Δημοκρατία.
Και ο Πολίτης σε αυτή την εικόνα, καταντά θύμα του "ανάλγητου" Κράτους και παθητικός παρατηρητής, καθώς είναι μονίμως απασχολημένος επιδιώκοντας την προσωπική του επιτυχία. Αν μάλιστα επιτρέπει στον διπλανό του να κάνει το ίδιο, τότε είναι και καλός πολίτης, που κοιτάζει τη δουλειά του και παραμένει ήσυχος και σχεδόν αόρατος. Έχει αποδώσει τα οφειλόμενα στην πολιτεία.

Κάτι δεν πήγε καθόλου καλά!

Οι αιτίες είναι πολλές, αλλά ας επικεντρωθούμε σε μία από αυτές.
Τα σημερινά παιδιά έχουν την τύχη να μεγαλώνουν σε μια εποχή που η τεχνολογία τους παρέχει εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως, είναι καταδικασμένα να αποσπάται πολύ εύκολα η προσοχή τους, καθώς  βομβαρδίζονται με πολύχρωμες, εναλλασσόμενες εικόνες, εντυπωσιακούς ήχους και περιεκτικά μηνύματα λίγων δευτερολέπτων. Πειθαρχούν δύσκολα και πλήττουν εύκολα.
Ένας δάσκαλος που αραδιάζει ορολογίες, νόμους και άρθρα, ρωτάει και περιμένει απαντήσεις, τι πιθανότητες έχει;
Από την άλλη, δεν γίνεται να αγνοήσουμε τη σοφία του παρελθόντος ούτε τη διαδικασία της προσωπικής μελέτης, αλλά όταν πρόκειται για την Πολιτική Αγωγή, η προσωπική μελέτη αποκομμένη από την καθημερινή πράξη, είναι αναποτελεσματική. Αλλάζοντας απλώς τα βιβλία ή αυξομειώνοντας τις ώρες διδασκαλίας, περιοριζόμαστε σε μερεμέτια, αντί να εγκαταλείψουμε εντελώς αυτό το ετοιμόρροπο δωμάτιο και να ανοίγαμε την πόρτα σε ένα ολοκαίνουργιο.
Αποφεύγοντας τις ορολογίες της διδακτικής μεθοδολογίας και αναλυτικά προγράμματα, οραματίστηκα με τον μαθητή που αναφέρθηκε στην αρχή το τι θα μπορούσε να βρίσκεται πίσω από εκείνη την πόρτα.

Είδαμε μία τάξη-εργαστήρι παραγωγής πολιτικής σκέψης, όπου οι μαθητές δεν θα κοιμούνται και δεν παίζουν με τα κινητά τους, αλλά είναι οι δάσκαλοι του εαυτού τους. Τους είδαμε να ακολουθούν την επιστημονική οδό: παρατήρηση - θεωρία- πείραμα-ανάλυση δεδομένων παρέα με  έναν διαφορετικό δάσκαλο, που συμμετέχει ως αμερόληπτος σύμβουλος, επιτηρητής και συντονιστής. Είδαμε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχει χώρος για προπαγάνδα. Και γράψαμε ένα σενάριο:

Σε μία τάξη της Β’Λυκείου εξετάζουμε Τα μειονεκτήματα και πλεονεκτήματά των πολιτευμάτων, για να καταλήξουμε στη Δημοκρατία, ώστε να κατανοήσουμε γιατί την επιλέγουμε και πώς τη διαχειριζόμαστε.
Η τάξη είναι χωρισμένη σε τρεις ομάδες, που η κάθε μία θα διοικείται με διαφορετικό τρόπο και θα πρέπει να οργανώσει ένα παζάρι βιβλίων για φιλανθρωπικό σκοπό.
Στην πρώτη, θα οριστεί αυθαίρετα ένας ηγέτης από τον δάσκαλο. Κατά προτίμηση κάποιος από τους μαθητές που του ταιριάζει αυτός ο ρόλος.
Στη δεύτερη, όσοι θέλουν θα βάλουν υποψηφιότητα και οι υπόλοιποι θα επιλέξουν ψηφίζοντας με μυστική ψηφοφορία.
Στην τρίτη, τον αρχηγό θα τον ορίσει η τύχη. Θα γίνει κλήρωση.
Ο αρχηγός της κάθε ομάδας θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναθέσει αρμοδιότητες επιλέγοντας τους κατάλληλους «υπουργούς» για την κάθε εργασία που πρέπει να γίνει: Ποιος έχει την ικανότητα να πείσει τα μέλη της ομάδας να συνεισφέρουν οικονομικά; Ποιος μπορεί να διαπραγματευτεί με τους εκδοτικούς οίκους και να πετύχει συμφέρουσα συμφωνία; Ποιος έχει ταλέντο στη διαφήμιση, να προωθήσει την εκδήλωση καλύτερα από τους άλλους;
Παράλληλα, θα πρέπει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαφορετικές απόψεις, να δώσει κίνητρα στους απρόθυμους, να πείσει τους αντιρρησίες και να διευθετεί τις διενέξεις.

Οι σημειώσεις από που θα έχει κρατήσει κάθε ομάδα, θα εμπλουτιστούν με πληροφορίες που θα αντλήσουν από την μελέτη των κειμένων που θα τους δοθούν, και θα προβούν σε συγκρίσεις. Στους λόγους ρητόρων, όπως ο Ισοκράτης και ο Δημοσθένης θα ανακαλύψουν ότι παρόμοια προβλήματα είχαν προκύψει και τότε, πως άλλα λύθηκαν και άλλα όχι. Ο Θουκυδίδης θα τους εξηγήσει πώς οι ιστορικές συνθήκες επηρεάζουν την λήψη αποφάσεων και πώς οι συνέπειες της κάθε απόφασης με τη σειρά τους γράφουν ιστορία. Τέλος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θα τους ταξιδέψουν στο θεωρητικό υπόβαθρο των πολιτευμάτων και θα τους δώσουν τις λέξεις που χρειάζονται για να ονομάσουν τις σκέψεις και τις πράξεις τους.
Θα μπορούσαν, βέβαια, να χρησιμοποιηθούν κείμενα άλλης εποχής και άλλης χώρας. Επιλέξαμε  την αρχαία ελληνική γραμματεία, κυρίως επειδή τα κείμενα αυτά εξιστορούν, μεταξύ άλλων, όλη την πορεία της Δημοκρατίας, από τη γέννησή της.
Στη συνέχεια, οι ομάδες ανταλλάσσουν τις σημειώσεις τους και συζητούν, ώστε η κάθε μία να επιλέξει ή να συνθέσει το είδος διακυβέρνησης της αρεσκείας της. Μία πρόταση διακυβέρνησης που θα παρουσιάσει δημόσια ένας αγορητής σε ένα αρχαίο θέατρο ή στην Πνύκα, αν ζει στην Αθήνα. Θα μπορούσε μάλιστα να ζητηθεί από το κοινό να ψηφίσει την καλύτερη πρόταση, όπως ακριβώς ψήφιζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι.
Τώρα, και μόνο τώρα, ο κάθε μαθητής ξεχωριστά είναι σε θέση να τοποθετηθεί ως πολιτικός άνθρωπος, γράφοντας ένα άρθρο, ένα δοκίμιο, έναν λόγο για κάποιο θέμα από τα δεκάδες που προέκυψαν κατά τη διαδικασία, και που δεν άκουσε απλώς από τον δάσκαλο, αλλά βίωσε ο ίδιος συμμετέχοντας με τον νου και το σώμα του σε μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσει ποτέ.
Τώρα, γνωρίζει τι σημαίνει να κυβερνάς και να κυβερνιέσαι, γνωρίζει πως η συνεργασία σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον απαιτεί δεξιότητες, αντιλαμβάνεται πως πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της ανατροπής ή της παρακμής του πολιτεύματος.
Μόνος του κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα δημόσια αξιώματα απαιτούν συγκεκριμένες ικανότητες και πως η επιλογή πολιτικής ηγεσίας είναι σοβαρή υπόθεση και όχι μια Κυριακάτικη εκδρομή στο χωριό.
Και δεν υπάρχει λόγος οι εκθέσεις αυτές να αρχίζουν με το «υποθέστε ότι γράφετε ένα άρθρο που θα δημοσιευτεί....» ή « υποθέστε ότι θα εκφωνήσετε έναν λόγο εδώ ή εκεί...». Ας γίνεται και αυτό στην πράξη. Ας υπάρχει ένα επίσημο blog ή site για αυτές τις δημοσιεύσεις. Ας γίνονται ανάλογες εκδηλώσεις όπου θα εκφωνούνται στα αλήθεια αυτοί οι λόγοι. Να αισθάνεται ο μαθητής δόκιμος πολίτης και όχι θύμα της ιεράς εξέτασης. Μια χαρά μπορεί να γίνει η αξιολόγηση και με αυτόν τον τρόπο.

Είναι μεγάλη ανάγκη να κατανοήσουμε άμεσα πως η  Πολιτική Παιδεία σε μια Δημοκρατία έχει επιτύχει τον σκοπό της, μόνο όταν οι πολίτες γνωρίζουν το πολίτευμά τους, ζουν σύμφωνα με αυτό και το προστατεύουν.
Όταν δεν ναρκώνονται από τα δημαγωγικά τερτίπια ανήθικων καιροσκόπων, αλλά απαιτούν λογικά επιχειρήματα και είναι σε θέση να ερμηνεύουν με νηφάλιο πνεύμα τα πολιτικά δεδομένα, πριν φτάσουν στην κάλπη.
Όταν συνειδητοποιούν πως όλη τους η ζωή είναι πολιτική πράξη, αλληλένδετη με την ζωή του διπλανού τους.
Και τέτοιου είδους άνθρωποι γίνονται οι μαθητές που αποφοιτώντας από την Μέση εκπαίδευση, εκτός από επαγγελματίες, «θέλουν, πρωτίστως, να γίνουν πολίτες».

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Το κατσαρόλι - Ο μεγάλος Δάσκαλος


Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Οι γονείς μου ήταν εργάτες και οι δύο, εργαζόμενοι από την εφηβεία τους. Γνωρίστηκαν στη Γερμανία, διπλοβάρδιες στα εργοστάσια, αιματηρές οικονομίες για να αγοράσουν οικόπεδο, να χτίσουν σπίτι και να επιστρέψουν στην πατρίδα, όπου δεν είχαν τίποτα. Εγώ και η αδερφή μου μεγαλώσαμε σχεδόν μόνες μας. Από την πρώτη Δημοτικού φτιάχναμε το πρωινό μας (όχι σαν αυτό το διαφημίσεων), κλειδώναμε το σπίτι, περπατούσαμε 15 λεπτά ως τη στάση του λεωφορείου και πηγαίναμε στο σχολείο. Επιστρέφαμε, ζεσταίναμε το φαγητό μας και στρωνόμασταν αμέσως στο διάβασμα. Οι γονείς έλειπαν από τα ξημερώματα και επέστρεφαν αργά το απόγευμα. Στις διπλοβάρδιες, την επομένη το πρωί.
Η μητέρα μου μόλις επέστρεφε, πάντα έκανε την ίδια ερώτηση: Διαβάσατε;

Ήταν αγράμματη, οπότε δεν μπορούσε και να μας ελέγξει. Αν απαντούσαμε καταφατικά, μας άφηνε να παίξουμε τον υπόλοιπο χρόνο που έμενε μέχρι να πάμε για ύπνο. Αν καταλάβαινε ότι δεν είχαμε ακριβώς τελειώσει τα μαθήματα, έλεγε την φράση που έμεινε παροιμιώδης στην οικογένεια: «Να καθήσετε να τελειώσετε το διάβασμα, εκτός αν θέλετε να πάω να πλύνω τα κατσαρόλια».
Ο μύθος, που εμείς ως παιδιά είχαμε πιστέψει, ήταν πως μας είχαν αγοράσει από ένα κατσαρόλι. Το κατσαρόλι ήταν ένα μεταλλικό σκεύος, στο οποίο έβαζαν το φαγητό τους για να φάνε το μεσημέρι στο εργοστάσιο. Γιατί βέβαια δεν ξόδευαν δεκάρα για να αγοράσουν οτιδήποτε από τις καντίνες. Μας είχαν πει λοιπόν, πως αν κάποια στιγμή καταλάβαιναν πως «δεν παίρνουμε τα γράμματα», θα μας έπλεναν το ωραίο μας κατσαρόλι και θα πηγαίναμε την επόμενη μέρα για μεροκάματο. Μπορεί να μην ήξερα τι διαφορά θα είχε η δουλειά που θα έκανα τελειώνοντας το σχολείο από αυτή που έκαναν οι δικοί μου στο εργοστάσιο, αλλά ήξερα πως ο πατέρας μου όταν ήταν στο σπίτι, δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτ’άλλο εκτός από το να πέσει για ύπνο. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, τα νεύρα του ήταν σε τέτοιο χάλι που κρατούσαμε την αναπνοή μας για να μην ακούει ήχους (άλλη φορά θα σας πω τι συνέβαινε, αν γινόταν το λάθος και τους άκουγε). Ήξερα ακόμα πως τα παπούτσια του ήταν γεμάτα μεταλλικά ρινίσματα (γρέζια τα έλεγε) και μαζί με τη μητέρα μου τα βγάζαμε ένα-ένα για να σώσουμε τα παπούτσια. Ήξερα ότι τα χέρια της μάνας μου είχαν ρόζους και έτριβε κάθε βράδυ τα μπράτσα και τα δάχτυλά της βογκώντας. Και κάθε φορά που άκουγα την απειλή για το κατσαρόλι, μολονότι ως σπασικλάκι που ήμουν, είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, τους έριχνα άλλη μια ματιά για καλό και για κακό.

Ακόμα κι όταν εκείνο το πρώτο όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα πραγματοποιήθηκε, τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ. Πάλι φορούσα τα ρούχα της αδερφής μου, πάλι τρώγαμε παγωτό μία φορά την εβδομάδα (από το φτηνό), πάλι οι γονείς μου δούλευαν όλη μέρα και δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Κι εμείς το ίδιο.
Από 12 χρονών είχαμε μάθει να μαγειρεύουμε, να καλλιεργούμε το περιβολάκι, να φροντίζουμε τα ζώα, να διορθώνουμε τις ελαφριές ηλεκτρικές και υδραυλικές βλάβες, να βάφουμε, μέχρι και να χτίζουμε, όταν ο πατέρας μας αποφάσισε να «σηκώσει» άλλον έναν όροφο. Μόνοι μας. Εργάτης, τεχνίτης δεν πάτησε κανείς. Είχαμε ένα μικρό, συνοικιακό χρωματοπωλείο. Μάθαμε να ζυγίζουμε, να τιμολογούμε, να συναλλασσόμαστε με τους πελάτες, να παραλαμβάνουμε από τους προμηθευτές.
Η μοναδική μας πολυτέλεια, και στη Γερμανία και εδώ, ήταν το ποδήλατο. Μόνο που δεν είχαμε πολύ χρόνο να το χαρούμε, γιατί ακόμα κάθε απόγευμα η μητέρα κράδαινε το κατσαρόλι! Κι εμείς έπρεπε να είμαστε εντάξει με το σχολείο. Και λέξεις όπως φροντιστήριο ήταν απαγορευμένες. «Αν είναι να θες σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες, άστο! Πάρε το κατσαρόλι σου, να έχεις και το κεφάλι σου ήσυχο», έλεγε η μάνα μου.

Το κατσαρόλι, λοιπόν, όσο και αν σας τρομάζει εσάς που το ακούτε πρώτη φορά, με έμαθε πολλά πράγματα. Περισσότερα από όσα, ίσως, φαντάστηκαν οι γονείς μου. Και άκουγα τον μεταλλικό του ήχο και αφού εκείνοι έφυγαν πρόωρα από τη ζωή.
Με έμαθε να εκτιμώ τους ανθρώπους που εργάζονται καταπονώντας το σώμα τους και να τους σέβομαι απεριόριστα.
Με εξοικείωσε με την ιδέα της χειρονακτικής εργασίας και όταν χρειάστηκε να εργαστώ για να τελειώσω το σχολείο και να σπουδάσω, δεν δίστασα και δεν ένιωσα άσχημα να κάνω την μαγείρισσα, την καθαρίστρια, την εργάτρια σε θερμοκήπιο και σε βιοτεχνία.
Κρατούσε το μυαλό μου προσηλωμένο στον στόχο. Σε αυτό που ήθελα να κάνω και με βοήθησε να το πετύχω έστω και μερικά χρόνια αργότερα από το κανονικό.
Με έμαθε να εκτιμώ αυτά που κερδίζει κανείς με τον ιδρώτα του, είτε εργάζεται σωματικά είτε πνευματικά. Να μην τα σπαταλώ, αν και από τη φύση μου γεννήθηκα σπάταλη. Το ισορρόπησα.
Με εμπότισε με βαθύτατη απέχθεια για τους ανέντιμους ανθρώπους, που δεν ντρέπονται να κερδίζουν χρήματα χωρίς να εργάζονται. Και για εκείνους που εκμεταλλεύονται την αγνότητα ανθρώπων όπως η μάνα μου, για να εκμεταλλευτούν τον κόπο τους παριστάνοντας τους προστάτες τους.
Γέννησε μέσα μου τον έρωτα για την Παιδεία! Όχι την άγρα πτυχίων. Την αληθινή. Την αγάπη για την εργασία και την προσφορά. Την επιδίωξη της αξιοπρέπειας και της αυτάρκειας. Αυτά ονειρεύτηκα να μεταδώσω σε όσους θα μου έκαναν την τιμή να γίνουν μαθητές μου.
Μου έδωσε το θάρρος να αντιμετωπίσω διεστραμμένες αντιλήψεις γονέων, που με προσλάμβαναν νομίζοντας πως η δουλειά μου είναι να φροντίζω να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο με λυμένες τις ασκήσεις.

Το κατσαρόλι ήταν το σύμβολο της πραγματικής ζωής. Θα νόμιζε κανείς πως ένα παιδί, ακούγοντας με τη φαντασία του τον μεταλλικό του ήχο, θα αποκτούσε φοβίες για τη φτώχεια, την χειρωνακτική εργασία, την ταπεινή καταγωγή. Θα έκανε όμως λάθος!
Για εμένα και την αδερφή μου, το κατσαρόλι είπε αυτά που οι αγράμματοι γονείς μας δεν είχαν την ικανότητα να εκφράσουν: Ο μόνος αξιοπρεπής τρόπος ζωής είναι να εργάζεσαι, να παράγεις, να προσφέρεις. Με κάποιον τρόπο πρέπει μόνος σου να γεμίζεις το κατσαρόλι σου, να κερδίσεις τη ζωή σου. Καθήκον σου είναι να το γεμίσεις. Δική σου απόφαση αν θα καταπονήσεις το πνεύμα ή το σώμα. Κάθε επιλογή αποδεκτή, αρκεί να είναι αυτό που σου ταιριάζει. 

 Διαλέγεις και παίρνεις!