Ασημένιος στατήρας από την Κύπρο της εποχής του Ευαγόρα Α, με το κεφάλι του Ηρακλή. Βρετανικό Μουσείο. |
Αυτή την εποχή, η ιστοριογραφία απομακρύνεται από την αυστηρότητα του Θουκυδίδη, καθώς υιοθετεί τεχνικές από τη ρητορεία και επιδιώκει τον εντυπωσιασμό πλησιάζοντας περισσότερο την τραγωδία. Δίνεται μεγάλη έμφαση στο ύφος της αφήγησης και στα παραδείγματα, τα οποία είναι κατάλληλα για την εκπαίδευση του πολίτη και διευκολύνουν την κατανόηση των ηθικών προβληματισμών. Αυτόν τον χαρακτήρα έχουν και τα ιστορικά έργα του Ξενοφώντα, τα οποία είναι περισσότερο επιφανειακές, αν και εντυπωσιακές, αφηγήσεις ειδικά αν συγκριθούν με την επιστημονική διερεύνηση των γεγονότων του Θουκυδίδη.
Καθώς η πολυφυλετική αυτοκρατορία ανατέλλει, εμφανίζονται ολοένα και περισσότερες πολιτικές βιογραφίες, έπαινοι σπουδαίων ανδρών και μελέτες για την προσωπικότητα του καλού μονάρχη, έργα με τα οποία το κοινό προετοιμάζεται ψυχολογικά για τη θέση του στον νέο κόσμο. Πολλά από αυτά ακολουθούν το παράδειγμα του «Ευαγόρα» που είχε γράψει ο Ισοκράτης και οι συγγραφείς τους είναι μαθητές του.
Οι μαθητές του Ισοκράτη γράφουν ιστορία.
Ανάμεσα στους πιο γνωστούς ιστορικούς του 4ου αιώνα συναντάμε τον Κτησία, τον Θεόπομπο και τον Έφορο. Επηρεασμένοι τόσο από την ρητορική τέχνη, όσο και από το γενικότερο πνεύμα της εποχής που αναζητά γοητευτικές ιστορίες, τούτοι οι ιστορικοί δεν ακολουθούν τον δρόμο που χάραξε ο Θουκυδίδης, αλλά επιστρέφουν στον Ηρόδοτο.
Ο Κτησίας από την Κνίδο είναι ο συγγραφέας των «Περσικών», που γράφτηκε στις αρχές του
Η Αφροδίτη της Κνίδου του Πραξιτέλη, 4ος αι. Ρωμαϊκό αντίγραφο, Μουσείο Βατικανού |
Ο Θεόπομπος από τη Χίο ήταν ένας από εκείνους που επιχείρησαν να συμπληρώσουν την ιστορία του Θουκυδίδη. Από το έργο του, τα «Ελληνικά», σώζονται μόνο αποσπάσματα, που είναι όμως αρκετά για να μας δώσουν μία ιδέα. Εξιστορεί τα γεγονότα από το 411 έως το 394, δηλαδή έως την μάχη της Κνίδου που θα σημάνει το τέλος της σπαρτιατικής ηγεμονίας.
Γόνος, αριστοκρατικής οικογένειας που είχε εξοριστεί από τους δημοκρατικούς της Χίου, ταξίδεψε πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μαθήτευσε κοντά στον Ισοκράτη γύρω στο 360 και αργότερα εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του ρήτορα για να αφοσιωθεί στην Ιστορία. Εκτός από τα «Ελληνικά» του, μεγάλη απήχηση είχαν τα 58 βιβλία του που ονομάστηκαν «Φιλιππικά» και αναφέρονται στα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα και στη Μέση Ανατολή κατά το διάστημα της βασιλείας του Φιλίππου της Μακεδονίας (359-336). Το έργο δεν έχει σωθεί, αλλά γνωρίζουμε από μεταγενέστερες παραπομπές σε αυτό πως ήταν πλούσιο σε μυθολογικές αναφορές, πληροφορίες για τον πολιτισμό και τις θρησκευτικές αντιλήψεις στις περιοχές αυτές, καθώς και σημαντικά στοιχεία που αφορούν την πολιτική και τις πολεμικές συγκρούσεις. Δεν παραλείπει, ακόμα, να αναφερθεί στους δημαγωγούς της Αθήνας και στους τυράννους των Συρακουσών, αποκαλύπτοντας τη συμπάθειά του για το αριστοκρατικό πολίτευμα και την αγωνία του για την καθιέρωση μιας συντηρητικής κοινωνικής οργάνωσης.
Εκτός από ιστορία, έγραψε και αυτός εγκώμια (του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου και του Μαύσωλου) και με το τελευταίο νίκησε σε έναν διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η Αρτεμισία.
Αν και στο έργο του παρατηρούνται υπερβολές στο ύφος και στην έκφραση, στο πλαίσιο της τάσης που επικρατεί αυτή την εποχή προς εντυπωσιασμό του αναγνώστη, από πολλούς ο Θεόπομπος θεωρείται ο σημαντικότερος από τους ιστορικούς των οποίων τα έργα δεν έχουν διασωθεί. Σίγουρα, όμως, είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της σχολής του Ισοκράτη, που «βλέπει» το μέλλον του ελληνισμού στην ενοποίηση του ελληνικού χώρου υπό τον Μακεδόνα βασιλιά.
Μαθητής του Ισοκράτη ήταν και ο Έφορος από την Κύμη, ο οποίος συνέγραψε τριάντα βιβλία ιστορίας, στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα. Ξεκινά από την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο και φτάνει ως την έναρξη της βασιλείας του Φιλίππου. Η ιδιαιτερότητα του Έφορου είναι η τάση του να προσεγγίζει τους μύθους ορθολογικά και να προβαίνει σε εντυπωσιακές συρραφές πληροφοριών, δημιουργώντας μία ενιαία εξιστόρησή τους, που κατέληγε κάπως βεβιασμένη, έθεσε όμως τα θεμέλια για ένα νέο είδος ιστοριογραφίας. Εκείνο που βασίζεται στην έρευνα αρχείων και όχι πια στην προσωπική εμπειρία του ιστορικού. Επιπλέον, είναι η πρώτη σοβαρή απόπειρα συγγραφής παγκόσμιας ιστορίας.
Μεγάλη άνθηση θα γνωρίσει και η συγγραφή Ατθίδων, ένα είδος που συναντάμε ήδη από τον 5ο αιώνα στο έργο του Ελλάνικου. Πρόκειται για ιστορίες της Αττικής που μοιάζουν περισσότερο με χρονογραφήματα και περιέχουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την πολιτική και θρησκευτική ζωή της πόλης.
Στα μέσα του 4ου αιώνα, κυκλοφορεί η «Πρωτογονία» του Κλειτόδημου (ή Κλείδημου), ο οποίος φαίνεται πως διέθετε λογοτεχνικό χάρισμα. Μία Ατθίδα οκτώ βιβλίων έγραψε και ο γνωστός μας Ανδροτίων, μαθητής του Ισοκράτη και πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη. Τοπική ιστορία με έντονο το μυθολογικό στοιχείο, γράφει λίγο μετά το 340 ο Φανόδημος, ο οποίος υπήρξε μέλος της Βουλής δύο χρόνια νωρίτερα.
Το θέατρο των Δελφών (4ος αιώνας π.Χ) |
Η κλασική τραγωδία του 5ου αιώνα υποτάσσεται τώρα, όπως κάθε τι άλλο, στα θέλγητρα της ρητορικής τέχνης. Το χορικό, άλλοτε αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης, καταντά απλό «ἐμβόλιμον» και η προσοχή στρέφεται στους διαλόγους. Τα μέλη του χορού (που επιλέγονταν με κλήρωση από τους πολίτες) άλλοτε ήταν οι εκφραστές της κοινής γνώμης, αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης του έργου. Το αποτέλεσμα της αλλοίωσης αυτού του σημαντικού ρόλου ήταν η αναβάθμιση της θέσης του σκηνοθέτη και του ηθοποιού εις βάρος του δημιουργού, ενώ εμφανίζονται και δράματα που προορίζονται μόνο για ανάγνωση.
Η προσπάθεια του Αγάθωνα, που τον προηγούμενο αιώνα επιχείρησε να καθιερώσει το εντελώς φανταστικό σενάριο στο θέατρο, δεν βρήκε συνεχιστές. Η θεματολογία εξακολουθεί να προέρχεται από τις αρχαίες πηγές των γνωστών μυθολογικών κύκλων, ενώ στα Διονύσια φαίνεται πως καθιερώνεται η επανάληψη κάποιων παραστάσεων των τριών κλασικών τραγωδών του προηγούμενου αιώνα. Τα νέα έργα όμως που γράφονται, τείνουν προς το μελόδραμα και επιδιώκουν την αδρή παρουσίαση του ανθρώπινου χαρακτήρα μάλλον παρά την ανάδειξη πολιτικών συσχετισμών, όπως συνέβαινε με τους κλασικούς. Έτσι, η Αντιγόνη που παρουσίασε ο μαθητής του Ισοκράτη, ο Αστυδάμας, δεν αυτοκτονεί, αλλά ανατίθεται στον Αίμονα να τη σκοτώσει. Ο ερωτευμένος νέος, όμως, θα την κρύψει στην εξοχή, όπου η ηρωίδα θα γεννήσει έναν γιο. Πολλά χρόνια αργότερα, ο γιος αυτός θα επιστρέψει στη Θήβα και συναντηθεί με τον παππού του.
Η πολιτική εκτοπίζεται σταδιακά και από την κωμωδία, αν και εξακολουθεί να σατιρίζει πολιτικά πρόσωπα και οπαδούς φιλοσοφικών σχολών, με ιδιαίτερη προτίμηση στον Δημοσθένη και τον Φίλιππο, και από τον χώρο της φιλοσοφίας τους οπαδούς του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα. Η καινοτομία που παρουσιάζεται στη Μέση Κωμωδία (από την αρχή του αιώνα έως το 320 περίπου) είναι το «ὀνομαστί κωμωδεῖν», δηλαδή η διακωμώδηση συγκεκριμένων, απλών πολιτών, ενώ κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα, γίνεται μόδα και η παρωδία των μύθων: στον αργαλειό δεν υφαίνει η Πηνελόπη, αλλά ο Οδυσσέας, και ο Ορέστης αντί να σφάξει τον εραστή της μητέρας του, φεύγει από την σκηνή αγκαλιασμένος μαζί του.
Ηθοποιός του 4ου αι. που κρατά τη μάσκα του |
Έτσι, το θέατρο, που τον προηγούμενο αιώνα εισήγαγε τον διάλογο στην τέχνη και διαδραμάτισε σπουδαίο εκπαιδευτικό ρόλο, στρέφεται προς τη «Νέα Κωμωδία» με θέματα της καθημερινότητας και μοναδικό στόχο τον εντυπωσιασμό και τη χαλαρή διασκέδαση του θεατή, ο οποίος απομακρύνεται από την πολιτική ζωή και αποκτά μία πιο εσωστρεφή αντίληψη για την ύπαρξη του. Ως εκ τούτου, η τραγικότητα των ηρώων, που ήταν άμεσα συνυφασμένη με τη συλλογική ζωή και στην κατανόησή της συνεπικουρούσε το περιβάλλον υψηλής διανόησης του 5ου αιώνα, υποχωρεί και στη θέση της εγκαθίσταται η εύπεπτη και διασκεδαστική παρουσίαση απλών, καθημερινών χαρακτήρων και καταστάσεων.