Τα τελευταία χρόνια της ανεξάρτητης πόλης - κράτους
Χρυσό νόμισμα της εποχής του Φιλίππου Β΄ |
Τον συμβουλεύει, λοιπόν, να ενοποιήσει τις ελληνικές πόλεις, όχι με τη βία, αλλά κερδίζοντας την εκτίμησή τους, στον λόγο του «Φίλιππος» το 346:
«...να πάψης πια να φέρεσαι σε άλλες πόλεις φιλικά και σε άλλες εχθρικά, και ακόμα να προτιμάς τις πράξεις που στους Έλληνες εμπνέουν εμπιστοσύνη και στους βαρβάρους φόβο» (80)
Έχοντας όλους τους Έλληνες στο πλευρό του, ο Φίλιππος θα μπορέσει να εκστρατεύσει εναντίον της Περσίας, σε μια εποχή που οι διεθνείς συνθήκες ευνοούν μια τέτοια πρωτοβουλία.
Γιατί, όμως, επέλεξε τον Φίλιππο; Ο Ισοκράτης αιτιολογεί την απόφασή του αυτή:
«Είναι όμως σε όλους γνωστό πως αρχικά σ' εκείνη απευθύνθηκα (στην Αθήνα), και μάλιστα με επιμένοντας πολύ· αλλά όταν κατάλαβα πως πρόσεχε αυτούς που μαίνονταν στο βήμα και όχι τα δικά μου λόγια, φυσικά την εγκατέλειψα, χωρίς όμως να εγκαταλείψω και το σχέδιό μου.»(129)
«Λέω λοιπόν πως πρέπει να γίνεις ο ευεργέτης των Ελλήνων, ο βασιλιάς των Μακεδόνων και ο κυρίαρχος όσο μπορείς περισσότερων βαρβάρων. Αν πράξεις έτσι, όλοι θα σου χρωστούνε χάρη: Οι Έλληνες για τις ευεργεσίες σου, οι Μακεδόνες που τους κυβερνάς ως βασιλιάς και όχι σαν τύραννος· και όλοι οι άλλοι οι λαοί που θα τους απαλλάξεις από τη δεσποτική κυριαρχία των βαρβάρων και θα τους προσφέρεις την προστασία των Ελλήνων.» (154)
Το κίνητρο του Ισοκράτη είναι βαθύτατα πατριωτικό. Επιθυμεί να δει την Ελλάδα δοξασμένη και ισχυρή. Αισθάνεται ότι έχει αναλάβει ιερή αποστολή, πως οι ίδιοι οι θεοί επιθυμούν να αποκαταστήσουν τη φήμη της Ελλάδας και να την απαλλάξουν από τη δυστυχία. Οι θεοί, λέει, δεν επεμβαίνουν οι ίδιοι στις ανθρώπινες υποθέσεις, αλλά εμπνέουν τις κατάλληλες σκέψεις στον καθένα, ώστε να λάβει τη μία ή την άλλη απόφαση και στην περίπτωση αυτή ο ρήτορας είναι εκείνος που παροτρύνει με τα λόγια και ο Φίλιππος εκείνος που θα θέσει σε εφαρμογή το θεϊκό σχέδιο. Είναι η ώρα να αναλάβουν δράση, ώστε οι Έλληνες να σταθούν στο ύψος που τους αρμόζει.
«Ακόμα σκέψου τι φοβερή ντροπή είναι για μας να επιτρέπουμε να είναι πιο ευτυχισμένη η Ασία από την Ευρώπη και οι βάρβαροι να είναι πιο εύποροι από τους Έλληνες· να αφήνουμε να ονομάζονται Μεγάλοι Βασιλιάδες αυτοί που κληρονόμησαν την εξουσία από τον Κύρο ―που η μάνα του τον πέταξε στους δρόμους― και να προσαγορεύονται με ταπεινότερα ονόματα οι απόγονοι του Ηρακλή ― που ο πατέρας του τον ύψωσε στη θέση των θεών για τη μεγάλη του αρετή. Από αυτά τίποτα πια δεν πρέπει να παραμείνει όπως είναι· όλα πρέπει να ανατραπούν, όλα να αλλάξουν.» (132)
Αυτή την εποχή, ο Δημοσθένης έρχεται αντιμέτωπος με τον Αισχίνη, τον οποίον κατηγορεί πως δωροδοκήθηκε από τον Φίλιππο, όταν είχαν πάει στην Πέλλα για διαπραγματεύσεις μαζί του. Με την «ειρήνη του Φιλοκράτη» η Αθήνα είχε επιτρέψει στον Φίλιππο να πατήσει το πόδι του στην Κεντρική Ελλάδα. Έχουν σωθεί οι λόγοι και των δύο ρητόρων που εκφωνήθηκαν στο δικαστήριο, με τον τίτλο «Περί της παραπρεσβείας». Το 343, ο Αισχίνης αθωώνεται με μικρή πλειοψηφία και ο Υπερείδης κατορθώνει να καταδικαστεί ο Φιλοκράτης σε θάνατο, ο οποίος για να γλιτώσει την ποινή εγκαταλείπει την πόλη. Ο Δημοσθένης, που έχει καθιερωθεί ως ικανός πολιτικός ηγέτης, μέσα στα επόμενα 2 χρόνια θα τιμηθεί από τους Αθηναίους δύο φορές με το χρυσό στεφάνι.
Το 339 ο Ισοκράτης, σε ηλικία 97 ετών, γράφει τον «Παναθηναϊκό» με σκοπό να εκθέσει την άποψή του για το ιδανικό πολίτευμα και να κάνει έναν απολογισμό της παρουσίας του στον πνευματικό χώρο της Αθήνας.
Περιγράφοντας τον μορφωμένο άνθρωπο, αμφισβητεί την επάρκεια της επιστημονικής κατάρτισης, θεωρώντας πως σε τίποτα δεν ωφελεί από μόνη της την διάπλαση ενάρετου χαρακτήρα.
Πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος είναι εκείνος που χειρίζεται με επιτυχία τα καθημερινά ζητήματα εκμεταλλευόμενος με έξυπνο τρόπο τις περιστάσεις προς το συμφέρον του.
Μορφωμένος είναι ο αξιοπρεπής και δίκαιος, ο υπομονετικός και ήπιος άνθρωπος που χειρίζεται με καλοσύνη τις δυσκολίες στη συναναστροφή του με τους άλλους.
Αισχίνης |
Μορφωμένος είναι αυτός που δεν επαίρεται για κάτι που απέκτησε από τύχη, αλλά απολαμβάνει περισσότερο αυτά που απέκτησε με τον κόπο και την εξυπνάδα του. Αυτός που ξέρει να προσαρμόζεται με λογικό τρόπο σε κάθε τέτοια κατάσταση.
Σε αυτό το σημείο ο Ισοκράτης διαφοροποιείται από τον Πλάτωνα, ο οποίος θεωρεί τη φιλοσοφία ως τον μόνο δρόμο για τη μόρφωση και την αρετή. Ο Ισοκράτης είναι πραγματιστής και θεωρεί ότι η φιλοσοφία αποξενώνει τον μαθητή από την αληθινή ζωή και την καθημερινότητα, και στο ζήτημα αυτό μένει πιστός στο πρόγραμμα της σοφιστικής. Δεν υπάρχει απόλυτη γνώση, αλλά μονάχα γνώμες και ο μαθητής του Ισοκράτη μαθαίνει να επιλέγει εκείνη που είναι η καταλληλότερη για κάθε περίσταση.
Όσον αφορά το πολίτευμα, ο Ισοκράτης είναι οπαδός της δημοκρατίας όπως αυτή καθιερώθηκε από τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη. Μια δημοκρατία στην οποία επιλέγονται στα δημόσια αξιώματα οι καλύτεροι, οι άριστοι και όχι όποιος να’ναι, όπως συνέβαινε με τις κληρώσεις.
Ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Αθήνα το 347, όταν οι πολιτικές εντάσεις κορυφώνονται και οι αντιμακεδονική παράταξη του Δημοσθένη δεν έβλεπε με καλό μάτι τους φίλους των Μακεδόνων. Ταξίδεψε μαζί με τον μαθητή του Θεόφραστο στην Άσσο της Μ. Ασίας και στη Λέσβο, για να καταλήξει στην Πέλλα, όπου ανέλαβε τη μόρφωση του διαδόχου του μακεδονικού θρόνου, του Αλεξάνδρου από το 343 έως το 340 περίπου. Έμεινε μερικά χρόνια ακόμα στη Μακεδονία και εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα το 335 όπου ίδρυσε τη σχολή του στο γυμναστήριο κοντά στο ιερό του Λυκείου Απόλλωνα και ονομάστηκε γι’αυτό Λύκειο, ενώ οι μαθητές του απέκτησαν και την ονομασία Περιπατητικοί, εξαιτίας των περιπάτων που έκαναν στο στεγασμένο μέρος της εγκατάστασης.
Η «Ρητορική» του κυκλοφορεί αναθεωρημένη και ολοκληρώνει τα «Πολιτικά», ένα σύνολο οκτώ βιβλίων γραμμένα σε διάφορες εποχές. Όταν στο έργο αυτό, γράφει πως η Παιδεία είναι το μεγαλύτερο όπλο που έχει η πόλη να προφυλάξει το πολίτευμά της, μορφώνοντας πολίτες που θα μπορούν να ζουν σύμφωνα με τις αρχές που έχει αποδεχτεί, η ιδιότητα του πολίτη στην πραγματικότητα δεν υφίσταται πλέον. Ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφέρεται, όπως ο Πλάτων, να παρουσιάσει τον τύπο της ιδανικής πολιτείας, αλλά προσπαθεί να βρει τρόπους επίλυσης των προβλημάτων της εποχής του μέσω της επαγωγικής σκέψης. Και αναζητά τις λύσεις αυτές σε όλο το φάσμα του επιστημονικού πεδίου, προσφέροντας με το έργο του μια ενοποιημένη εικόνα της επιστήμης.