Ο Ισοκράτης (436-338), ο ρεαλιστής πατριώτης.
Γόνος εύπορης οικογένειας και μαθητής του μεγάλου ρήτορα Γοργία, ασκεί το επάγγελμα του λογογράφου, όταν μετά τον πόλεμο η οικογένειά του σχεδόν καταστρέφεται οικονομικά. Ωστόσο, η φιλοδοξία του ήταν να διαπρέψει στον πολιτικό λόγο και να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στη μόρφωση των νέων της Αθήνας. Ίδρυσε τη σχολή του γύρω στο 390 και δίδαξε για μισό αιώνα, επηρεάζοντας την πνευματική δραστηριότητα περισσότερο από όσο είχε ελπίσει. Ο Κικέρων παρομοίασε τη σχολή του Ισοκράτη με το γεμάτο ήρωες άλογο της Τροίας, καθώς εκεί σύχναζαν ρήτορες όπως ο Λυκούργος και ο Υπερείδης, οι ιστορικοί Θεόπομπος και Έφορος, ο βασιλιάς της Κύπρου Νικοκλής κ.ά. Μπορεί η φυσική συστολή και η κακή μνήμη να μην επέτρεψαν στον Ισοκράτη να σταδιοδρομήσει στην πολιτική, όπως επιθυμούσε, αλλά ως δάσκαλος και ρήτορας κατόρθωσε να κερδίσει μία θέση στην αιωνιότητα.
Γνωστή είναι η αντίθεση του Ισοκράτη στην πλατωνική άποψη για τη φιλοσοφία. Θεωρούσε ότι απομακρύνει τον άνθρωπο από την πραγματικότητα και τον εμποδίζει να αποκτήσει το πρακτικό πνεύμα που απαιτείται για την επίλυση των καθημερινών ζητημάτων. Η αληθινή φιλοσοφία είναι η δική του διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος μαθαίνει να σχηματίζει την ορθή γνώμη, διότι η απόλυτη γνώση, που διεκδικεί η Ακαδημία του Πλάτωνα, δεν είναι εφικτή. Οφείλουμε, λέει ο Ισοκράτης, να εκμεταλλευόμαστε τις ευκαιρίες που μας δίνονται, εξετάζοντας την πραγματική τους διάσταση και να λειτουργούμε σύμφωνα με τους περιορισμούς της φύσης μας.
Στις κρίσιμες ώρες που περνούσαν οι ελληνικές πόλεις, ο Ισοκράτης θα υποστηρίξει την άποψη πως η επιτυχής έξοδος από τη δύσκολη κατάσταση απαιτεί ηγεσία που θα είναι σε θέση να επιβάλει την τάξη. Νοσταλγός της εποχής του Σόλωνα και του Κλεισθένη, επιθυμεί διακαώς την επιστροφή στις ανυπέρβλητες αξίες εκείνης της πρώτης δημοκρατίας, βαθύτατα θλιμμένος από την κατάντια του πολιτεύματος στην εποχή του. Αργότερα, θα βρει τον κατάλληλο ηγέτη στο πρόσωπο του Φιλίππου και θα προσπαθήσει να πείσει τους συμπολίτες του να ενωθούν υπό την ηγεσία του, ώστε να αποτελέσουν την ισχυρή δύναμη που θα υπερισχύσει των βαρβάρων.
Ο «Πανηγυρικός» του γράφεται το 380 και παρουσιάζει την εικόνα του αθηναϊκού παρελθόντος, τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και κατά τη διάρκεια των πολέμων. Στη συνέχεια προτρέπει τους Έλληνες να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον των βαρβάρων και τις δύο μεγάλες δυνάμεις (Αθήνα και Σπάρτη) να αναλάβουν από κοινού την ηγεσία.
Καθώς η Αθήνα δεν είναι πλέον η στρατιωτική υπερδύναμη που ήταν κάποτε, ο Ισοκράτης προβάλλει την πολιτιστική της αξία, ως το πλεονέκτημα που της δίνει το δικαίωμα να διεκδικήσει την ηγετική θέση :
"Tοσοῦτον δ' ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ' οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας παρά τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας"
Η Αθήνα είναι η πόλη που έγινε δάσκαλος όλων των άλλων. Τόση ήταν η πνευματική υπεροχή της πόλης, που είχε δημιουργήσει την τάση να αποκαλούνται Έλληνες όσοι μετέχουν στην ελληνική παιδεία. Τους καλεί, λοιπόν, να ενωθούν κάτω από τη σκέπη αυτού του αθηναϊκού μεγαλείου, που κάποτε δόξασε το όνομα των Ελλήνων. Το ιδανικό που θα ενώσει την κατακερματισμένη Ελλάδα σε μία ενιαία δύναμη είναι η Παιδεία, ο μορφωμένος πολίτης. Και πρόκειται για ένα πανελλήνιο ιδανικό, όχι παγκόσμιο, όπως γίνεται φανερό στο 131 του ίδιου λόγου:
«Έχουμε όμως να κατακρίνουμε τους Λακεδαιμονίους και για την εξής αιτία: ότι δηλαδή αναγκάζουν τους γείτονές τους (δηλαδή, άλλους Έλληνες) να γίνονται είλωτες της πόλης τους, ενώ για το κοινό συμφέρον των συμμάχων τους δεν φροντίζουν να πετύχουν κάτι παρόμοιο. Και όμως, έχουν όλη τη δύναμη να διαλύσουν την εχθρότητα μαζί μας και να αναγκάσουν όλους τους βαρβάρους να γίνουν περίοικοι όλης της Ελλάδος».
Ο Ισοκράτης θα βρει πρόθυμους υποστηρικτές ανάμεσα στους κουρασμένους από την έλλειψη νομικής και ηθικής τάξης Αθηναίους, που επιθυμούν μεταρρυθμίσεις. Η ανάγκη για μια μετριοπαθέστερη μορφή δημοκρατίας στο εσωτερικό και λιγότερο επιθετικής εξωτερική πολιτική, καθώς και η ενοποίηση του ελληνικού κόσμου είναι η νέα τάση που κερδίζει έδαφος με την πάροδο του χρόνου, αν και όχι εντυπωσιακά.
Νέες συγκρούσεις και η Θηβαϊκή Ηγεμονία
Το 371, οι τρεις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Σπάρτη και Θήβα) συμφωνούν να συναφθεί συνθήκη μεταξύ όλων των ελληνικών πόλεων, με την προϋπόθεση πως κάθε πόλη θα ήταν πλέον αυτόνομη και θα εκπροσωπούσε τον εαυτό της. Ενώ, όμως, η Αθήνα τήρησε τη συμφωνία για τις πόλεις της δικής της συμμαχίας, οι Σπαρτιάτες επικύρωσαν τη συνθήκη εκ μέρους όλων των συμμαχικών τους πόλεων. Ο Επαμεινώνδας της Θήβας τότε, απαίτησε να κάνει και η πόλη του το ίδιο, εκπροσωπώντας όλη τη Βοιωτία, εκτός και αν ο Αγησίλαος (βασιλιάς της Σπάρτης) άλλαζε γνώμη και άφηνε τις πόλεις της συμμαχίας του να εκπροσωπηθούν η κάθε μία για τον εαυτό της, σεβόμενος την αυτονομία που επεδίωκε η συνθήκη. Ο Αγησίλαος το θεώρησε μεγάλη προσβολή και ρώτησε τον Επαμεινώνδα: «Θέλεις ή δεν θέλεις να αφήσεις ελεύθερες τις πόλεις της Βοιωτίας;» Κι εκείνος απάντησε: «Κι εσύ, θέλεις ή δεν θέλεις να αφήσεις ελεύθερη την Λακωνική;» Το αποτέλεσμα ήταν, με απόφαση του Αγησίλαου να εξαιρεθεί η Θήβα από τη συνθήκη, ενώ οι Αθηναίοι τήρησαν στάση ουδετερότητας στη διένεξη αυτή.
Πριν το τέλος του έτους, η Σπάρτη επιτίθεται στη Θήβα, με σκοπό να την εξαναγκάσει να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της επί των βοιωτικών πόλεων. Αν και ο σπαρτιατικός στρατός ήταν πολυπληθέστερος και φάνηκε να επιβάλλεται στην αρχή, η απόφαση του Επαμεινώνδα να τους αντιμετωπίσει στα Λεύκτρα οδήγησε σε απρόσμενη εξέλιξη. Η Σπαρτιάτες υπέστησαν μια άνευ προηγουμένου ήττα, η είδηση της οποίας κατέπληξε όλη την Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο, οι πόλεις της συμμαχίας επαναστατούν, εκμεταλλευόμενες την αδυναμία των Λακεδαιμονίων. Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν, αλλά οι Θηβαίοι, αφού είχαν τακτοποιήσει τα ζητήματα της δικής τους περιοχής, έστειλαν ευχαρίστως στρατεύματα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Σπάρτη έβλεπε τον εχθρό προ των πυλών της. Κανείς δεν είχε ως τότε τολμήσει να επιτεθεί στην περήφανη αυτή πόλη, που τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη είχε στον στρατό της, ώστε δεν είχε τειχιστεί ποτέ. Ωστόσο, ο Επαμεινώνδας δεν επιτέθηκε, αλλά προχώρησε ως το Γύθειο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ίδρυση της Μεγαλόπολης, που έγινε το κέντρο του «κοινού των Αρκάδων», μια ομοσπονδία των αρκαδικών πόλεων, σε ισότιμη σχέση μεταξύ τους. Η Σπάρτη περιορίστηκε στη Λακωνική.
Η ηγεμονία των Θηβαίων κράτησε λίγα μόνο χρόνια. Νέες έριδες και συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ Θηβαίων και Αρκάδων, ενώ οι Σπαρτιάτες για μια ακόμα φορά ζητούν τη βοήθεια του Πέρση βασιλιά, επιτρέποντάς του να αναμιχθεί στις ελληνικές υποθέσεις. Εντωμεταξύ, η Αθήνα επεκτείνει τη ναυτική της δύναμη το 365, καθώς ανέκτησε μέρος της Θράκης, πόλεις της Χαλκιδικής και τη Σάμο με τη βοήθεια του βασιλιά Περδίκκα της Μακεδονίας. Η προσπάθειες της Θήβας να διατηρήσουν την ηγεμονία τους, κατέληξαν στη μάχη της Μαντίνειας, όπου σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας το 362.
Από τη χρονιά αυτή και μετά, στις ελληνικές πόλεις επικρατεί παρακμή και αναρχία, ενώ οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίζονται, καθώς πόλεις όπως η Κως, η Ρόδος, το Βυζάντιο και η Χίος αγωνίζονται να εγκαταλείψουν την αθηναϊκή συμμαχία. Αυτός ο «συμμαχικός πόλεμος» θα επιδεινώσει την οικονομική και κοινωνική κρίση στην Αθήνα.
Σημ: όλες οι χρονολογίες είναι π.Χ, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.