Γοργίας ο Λεοντίνος |
Η ρητορική του ικανότητα χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερο ύφος, που ήταν αποτέλεσμα των ιδιόμορφων λεκτικών σχημάτων, όπως πομπώδεις πρόλογοι ή πνευματώδεις αντιθέσεις. Τα «γοργίεια σχήματα», όπως καθιερώθηκε να λέγονται, ισχυροποιούν τον λόγο (τον κάνουν πιο πειστικό) επειδή ασκούν μεγάλη ψυχολογική επιρροή στους ακροατές. Τα ρητορικά αυτά τεχνάσματα, υποβάλλουν το ακροατήριο και το χειραγωγούν κατά κάποιον τρόπο, ώστε να διάκειται ευνοϊκά προς τον ρήτορα, πριν ακόμα τοποθετηθεί ως προς τις απόψεις του. Ο Γοργίας γνωρίζει πως συναισθήματα όπως ο φόβος και η συμπόνια λειτουργούν ως μέσα κάθαρσης της ψυχής. Την άποψη αυτή ενστερνίζεται και συστηματοποιεί αργότερα ο Αριστοτέλης. Αυτή η τακτική χρησιμοποιείται και σήμερα από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες που αποβλέπουν στο να πείσουν το κοινό τους, αλλά και στη διαφήμιση, ενώ ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνονται οι αποδέκτες στις μεθόδους αυτές, αναλύεται από την ψυχολογία των μαζών.
Ο μαθητής του Γοργία που θα σημαδέψει με την παρουσία του τον 4ο αιώνα, ο Ισοκράτης, θα χρησιμοποιήσει την τεχνική του δασκάλου του με μετριοπάθεια, αφού δεν επιζητά τόσο να εντυπωσιάσει με τα παιχνίδια του λόγου όσο με την ορθολογική του χρήση. Ο Δημοσθένης, από την άλλη, θα βρει ένα δικό του ξεχωριστό ύφος που δίνει έμφαση στην πειστικότητα και τον ρυθμό.
Οι μαθητές του Σωκράτη, μετά από σύντομη παραμονή στα Μέγαρα, στο σπίτι του φίλου τους, του Ευκλείδη, ιδρύουν διαφορετικές σχολές σκέψης, ανάλογα με τον τρόπο που ο καθένας ερμήνευσε τον Δάσκαλο. Δημιουργούνται τρεις «σωκρατικές» σχολές, εκτός από την Ακαδημία του Πλάτωνα.
Ο Αντισθένης (445-355 περ.), μαθητής και του Γοργία, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ίδρυσε σχολή στο Κυνόσαργες και οι οπαδοί ονομάστηκαν Κυνικοί. Γοητευμένος από τον εγκρατή χαρακτήρα του Δασκάλου, εισηγήθηκε μία θεώρηση της ζωής βασισμένη στο ασκητικό ιδεώδες. Το μοναδικό Αγαθό, κατά τον Αντισθένη, είναι η αρετή η οποία επιτυγχάνεται μόνο με τον αυτοέλεγχο και την αυτάρκεια. Όταν κάποιος εγκλωβίζεται στις ανάγκες του βίου, δεν είναι ελεύθερος και ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί από αυτή τη δουλεία είναι να περιφρονεί τις ηδονές. Ο σοφός άνθρωπος στρέφεται στον εαυτό του και δεν επιτρέπει καμία εξάρτηση, έτσι ώστε να είναι ελεύθερος να στρέφει τα «πυρά» του εναντίον όποιου εναντιώνεται στον σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή στην αρετή. Σε αντίθεση με τον Σωκράτη, ο Αντισθένης πιστεύει ότι ακόμα και με το κράτος πρέπει να τα βάζει κανείς, αν αντιτίθεται στο Αγαθό. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η άποψη ενισχύθηκε στους κόλπους των κυνικών τόσο, ώστε κατέληξαν να απαξιώνουν κάθε γνώση και κάθε κατεστημένη ηθική αξία.
Ο Κυνισμός εκπροσωπήθηκε τον 4ο αιώνα από τον μαθητή του Αντισθένη, τον Διογένη από τη Σινώπη (412-323), ο οποίος έζησε επιλέγοντας τη στέρηση κάθε αγαθού και περιφρονώντας ό, τι οι σύγχρονοί του θεωρούσαν σπουδαίο. Ο πατέρας του ήταν τραπεζίτης, αλλά ο Διογένης εγκατέλειψε τον πλούτο της οικογένειάς του, όταν γνώρισε τον Αντισθένη και εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του.
Θέτοντας σε εφαρμογή τις απόψεις της κυνικής φιλοσοφίας, ο Διογένης ζούσε σε ένα πιθάρι απαλλαγμένος από τις κοινωνικές υποχρεώσεις που δέσμευαν όλους τους άλλους γύρω του. Ο πολιτισμός που δημιούργησαν οι άνθρωποι έκανε τη ζωή πολύπλοκη και ψεύτικη, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να καταφεύγουν στην ατιμία για να προαχθούν. Ο ίδιος έψαχνε με ένα φανάρι σε όλη του τη ζωή για να βρει έναν τίμιο άνθρωπο, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο καυστικός τρόπος με τον οποίον αντιμετώπιζε τους συμπολίτες του, ακόμα και τους άρχοντες, αλλά και η αυστηρή του προσκόλληση στα λεγόμενα του Σωκράτη, του έδωσαν το παρατσούκλι «μαινόμενος Σωκράτης».
Γνωστός κυνικός είναι και ο Κράτης ο Θηβαίος, ο οποίος εκποίησε όλη του την περιουσία και ζούσε ζητιανεύοντας μαζί με την γυναίκα του την Ιππαρχία.
Ο ακραίος ατομισμός των κυνικών είναι χαρακτηριστικός της εποχής που ετοιμάζεται να υποδεχτεί το αυτοκρατορικό σύστημα, κάτω από το οποίο η συλλογικότητα της πόλης χάνει πια τη σημασία της και το άτομο, χαμένο μέσα σε ένα αχανές και πολυφυλετικό κράτος, αποστασιοποιείται από τα δρώμενα και αναζητά τη γαλήνη του. Στο τέλος του 4ου αιώνα, αυτή η αναζήτηση θα εκφραστεί από τους Στωικούς, ένα από τα κυριότερα φιλοσοφικά ρεύματα της ελληνιστικής εποχής.
Ο άλλος γνωστός μαθητής του Σωκράτη, ο Αρίστιππος από την Κυρήνη (435-355), ήταν διάσημος για τον άσωτο βίο του. Ο φίλος των εταίρων και των τυράννων, όμως, είχε και τη φήμη πως γνώριζε πολύ καλύτερα από τον καθένα την σύσταση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Αντίθετα από τον Αντισθένη, ο Αρίστιππος «είδε» στον Σωκράτη έναν άνθρωπο που έγινε σπουδαίος επειδή δεν φοβήθηκε να αφεθεί στις ηδονές. Η Κυρηναϊκή Σχολή διδάσκει πως καλό είναι ό,τι ωφελεί και κακό ό,τι βλάπτει, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά μια παλαιότερη άποψη του Δημόκριτου. Οι ηδονές είναι ωφέλιμες, αρκεί να μην τις αφήνει κανείς να κυριαρχήσουν, αλλά να τις ελέγχει με τη δύναμη του πνεύματός του. Αν το κάνει αυτό, τότε κάθε ηθικός νόμος που μας εμποδίζει να απολαύσουμε μια ηδονή, πρέπει να παραμερίζεται. Ο φιλόσοφος, στοχεύει στην επίτευξη της ευδαιμονίας, θεμέλιο της οποίας είναι η ελεγχόμενη ηδονή. Όσο πιο έντονη είναι η ηδονή, τόσο πιο κοντά στην ευδαιμονία οδηγεί τον άνθρωπο.
Ο Πλάτων διαχώρισε σαφώς τη θέση του από την ηδονιστική αντίληψη στον διάλογο «Φίληβος». Εκεί ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως το αγαθό δεν ταυτίζεται με τις ηδονές, καθώς συζητά το θέμα των ηδονών με τον Φίληβο, που είναι μαθητής του Αρίστιππου. Όμως, ο έπαινος των ηδονών, αμφισβητήθηκε και από πολλούς εκπροσώπους της Κυρηναϊκής Σχολής, μέχρι που απορρίφθηκε τελείως. Φιλόσοφοι, όπως ο Θεόδωρος ο Κυρηναϊκός, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι ηδονές συχνά προκαλούν μεγαλύτερη λύπη παρά ευχαρίστηση και γι’ αυτό θα πρέπει να επιλέγει κανείς προσεκτικά σε ποιες θα παραδοθεί. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η Σχολή του Επίκουρου , που εμφανίζεται στο τέλος του αιώνα και, αν και υποστηρίζει την επιδίωξη των ηδονών, θα δώσει έμφαση στις πνευματικές ηδονές κρατώντας μία πιο μετριοπαθή στάση ως προς τις σωματικές.
Η τρίτη «σωκρατική» σχολή είναι η Μεγαρική, που ιδρύθηκε από τον Ευκλείδη (450-380) και υπήρξε ο πρόγονος του σκεπτικισμού, του τρίτου μεγάλου ρεύματος της ελληνιστικής εποχής. Η σχολή αυτή επιχειρεί να συνδυάσει τη διαλεκτική με την ηθική, επανεξετάζοντας την ελεατική φιλοσοφία υπό το πρίσμα της σωκρατικής σκέψης. Η γνώση του Αγαθού επιτυγχάνεται μόνο μέσω της διαλεκτικής εξέτασης. Πολύ σύντομα, όμως, η σχολή αυτή εκφυλίζεται, καθώς οι διάδοχοι του Ευκλείδη υπερβάλλουν ως προς τη διαλεκτική μέθοδο και υιοθετούν μία στείρα λεκτική αντιπαράθεση που βασίζεται σε ευφυολογήματα που έχουν στόχο τον εντυπωσιασμό. Ένα από τα πιο γνωστά είναι αυτό για τον ψεύτη: "Κάποιος λέει "Αυτό που σας λέω τώρα είναι ψέμα".
Αν μεν λέει αλήθεια, τότε ψεύδεται, το οποίο αντιβαίνει στο να λέει αλήθεια.
Αν πάλι λέει ψέματα, τότε αυτή η φράση δεν είναι σωστή, άρα αυτό που λέει είναι αλήθεια." Αυτοί οι τεχνίτες των σοφισμάτων θα μείνουν γνωστοί με το όνομα «εριστικοί» και ένα δείγμα της επίδειξής τους μας προσφέρει ο Πλάτων στον διάλογο «Ευθύδημος».
Ο Πλάτων, αναμφισβήτητα ο μαθητής του Σωκράτη που έμελλε να σημαδέψει την παγκόσμια διανόηση όσο κανένας άλλος, αντιστέκεται σθεναρά στο πνεύμα του ατομικισμού και επιμένει στην αξία της συλλογικής ζωής, αλλά και στην ορθή χρήση της επιστήμης προς όφελος του συνόλου. Στην Ακαδημία του η επιστήμη συνεργάζεται με τη μεταφυσική σκέψη, εκπαιδεύοντας σοφούς και ευσυνείδητους πολίτες, όταν ακόμα κανένας Έλληνας δεν υποψιάζεται πως κατά τη διάρκεια της ζωής του θα δει την πόλη να πεθαίνει και τον πολίτη να στρέφεται προς την αναζήτηση της προσωπικής του σωτηρίας, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του μέσα στις πολύπλοκες δομές μιας αυτοκρατορίας.
Σημ: όλες οι χρονολογίες είναι π.Χ, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.