Ο Τρίτος Ιερός Πόλεμος
Μετά τη μάχη της Μαντίνειας, η Αθηναϊκή ηγεμονία είχε ενισχυθεί σε σχηματικό βαθμό, δεν υπήρχε όμως πια η υποδομή για τη συντήρησή της. Ο στρατός της Αθήνας που αποτελείτο πια από μισθοφόρους, συμπεριφέρθηκε βάναυσα στις συμμαχικές πόλεις, οι οποίες αντέδρασαν άμεσα επιδιώκοντας την αποδέσμευσή τους από τη συμμαχία. Έτσι, το 358 αρχίζει ο συμμαχικός πόλεμος, που θα διαρκέσει τρία χρόνια και όχι μόνο θα καταλήξει άδοξα για την Αθήνα, αλλά θα σημάνει και το τέλος της προσπάθειας συνένωσης των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεσία μίας πόλης - υπερδύναμης.
Εντωμεταξύ, το 362 αρχίζει μία διένεξη μεταξύ Θηβαίων και Φωκέων που θα οδηγήσει σε έναν ανίερο πόλεμο, όταν οι δεύτεροι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τους πρώτους να εκστρατεύσουν εναντίον της Σπάρτης. Οι Θηβαίοι ζητούν τότε να επιβληθεί πρόστιμο στους Φωκείς, επειδή καλλιεργούσαν αυθαίρετα κάποια κτήματα που ανήκαν στο Μαντείο. Με τη χρηματοδότηση της Σπάρτης και τη βοήθεια των Αθηναίων και των τυράννων των Φερών, οι Φωκείς, με αρχηγό τον Φιλόμηλο, καταλαμβάνουν τους Δελφούς και προβαίνουν σε εξαιρετικά ασεβείς πράξεις. Αφού εξόντωσαν τους «θρακίδες», το ιερό γένος που κατείχε την εξουσία των Δελφών, εξανάγκασαν την Πυθία να χρησμοδοτήσει ευνοϊκά για τον αρχηγό τους. Εκείνη, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφαίνεται «ἔξεστιν αὐτῷ πράττειν ὅ βούλεται».
Το 360, ο αρχηγός τους Ονόμαρχος ξοδεύει ένα μεγάλο ποσό από τον θησαυρό του Μαντείου για τη σύσταση μισθοφορικού στρατού 20.000 στρατιωτών και 1.000 ιππέων και για την οχύρωση των πόλεών του.
Ο Ισοκράτης επικεντρώνεται στον αγώνα για την αποκατάσταση του πολιτεύματος και του ήθους των πολιτών. Η έλλειψη ευσέβειας, ορθής κρίσης και συνετής συμπεριφοράς οφείλεται στην παρακμή της Δημοκρατίας, η οποία με τη σειρά της ώθησε τους πολίτες προς τα χαλαρά ήθη και τη διαφθορά. Μόνο η αναμόρφωση του πολιτικού ήθους μπορεί να οδηγήσει στην εκπλήρωση της πανελλήνιας ιδέας του ρήτορα που εξακολουθεί να ελπίζει πως το όνειρό του είναι εφικτό.
Το 357, είχε κυκλοφορήσει ο «Αρεοπαγιτικός» του, ένας λόγος που παρακινεί τους Αθηναίους να ταχθούν υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας σύμφωνα με τις αρχές και το όραμα των ιδρυτών της (του Σόλωνα και του Κλεισθένη). Επιστροφή στα χρόνια εκείνης της δημοκρατίας που εξασφάλισε στην Αθήνα τη μεγαλύτερη δόξα και την έκανε την ηγέτιδα δύναμη όλης της Ελλάδας. Στρέφεται εναντίον της οχλοκρατίας της εποχής του, που οδήγησε την πόλη σε αδυναμία και παρακμή σε όλους τους τομείς.
«Εκείνοι λοιπόν που διοικούσαν την πολιτεία κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα δημοφιλέστατο σε όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πράξη δεν έδινε την εντύπωση αυτή σε όσους ζούσαν με αυτό και δεν εκπαίδευε τους πολίτες έτσι που να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αυθάδεια ισονομία, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που μισώντας και τιμωρώντας τους ανθρώπους αυτού του είδους κατόρθωσε μ να κάνει όλους τους πολίτες καλύτερους και φρονιμότερους. Εξαιρετική μάλιστα συμβολή για την καλή διοίκηση της πολιτείας παρείχε το γεγονός ότι, ενώ επικρατούσε η δοξασία ότι υπάρχουν δύο είδη ισότητας και η μία απονέμει σ' όλους τα ίδια δικαιώματα και η άλλη ό,τι πρέπει στον καθένα, δεν αγνοούσαν τη χρησιμότερη, αλλά εκείνη που έδινε τα ίδια δικαιώματα και στους ηθικούς και στους πονηρούς, την αποδοκίμαζαν, γιατί τη θεωρούσαν άδικη, ενώ εκείνην που τιμούσε και τιμωρούσε τον καθένα ανάλογα με την αξία του, την προτιμούσαν και έτσι διοικούσαν την πολιτεία, και δεν εξέλεγαν τους άρχοντες απ' όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, αλλά για κάθε αξίωμα επέλεγαν τον καλύτερο και τον ικανότερο, γιατί θεωρούσαν ότι και οι άλλοι πολίτες θα είναι όμοιοι μ' εκείνους που αναλαμβάνουν υπεύθυνα τη διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων. Εκτός αυτού, θεωρούσαν ότι η εκλογή αυτή των αρχόντων είναι περισσότερο αρεστή στο λαό από την εκλογή που γίνεται με κλήρο. Γιατί με την κλήρωση ενδέχεται να ευνοηθούν και να καταλάβουν αξιώματα εκείνοι που επιθυμούν την ολιγαρχία, ενώ όταν προτιμώνται οι ικανότεροι, ο λαός είναι ο κυρίαρχος να εκλέξει εκείνους που αγαπούν ιδιαιτέρως το υφιστάμενο πολίτευμα.» (20-23)
Το πολίτευμα λοιπόν που επιτρέπει την πρόοδο της πόλης είναι εκείνο στο οποίο οι άρχοντες εκλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια και ο λαός έχει τη δυνατότητα να τους ελέγχει. Επιπλέον, όλοι ήταν πεπεισμένοι πως έπρεπε να διατηρήσουν αναλλοίωτες τις παραδόσεις, να φροντίζουν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις με την ίδια σύνεση που επεδείκνυαν και στις δημόσιες, με ομόνοια και όρεξη για εργασία. Ως εκ τούτου:
«...και οι πιο φτωχοί πολίτες απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιότερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις σπουδαίες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, διότι είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχει ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Οι πλούσιοι πάλι, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλά επειδή θεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, βοηθούσαν τους άπορους και σε άλλους μεν παραχωρούσαν κτήματα για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους απασχολούσαν στο εμπόριο και σε άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων. Γιατί δεν είχαν τον φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που δάνεισαν.» (28)
Ο φόβος αυτός δεν υπήρχε, διότι το δικαστικό σύστημα λειτουργούσε αποτελεσματικά και επέβαλε αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εξασφαλιζόταν, έτσι η ομαλή λειτουργία της οικονομίας, εφόσον οι έχοντες χρήματα τα δάνειζαν ευχαρίστως, ώστε να αποκομίσουν κέρδος και οι φτωχοί είχαν πάντα κεφάλαια στη διάθεσή τους, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση πλήρους ένδειας.
Ο Ισοκράτης, προσπαθεί να συγκινήσει τους συμπολίτες του με συχνές αναφορές στις παλιές ένδοξες εποχές, εφιστώντας τους την προσοχή στην κρισιμότητα της κατάστασης που είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν. Ήταν πεπεισμένος πως μία πόλη χωρίς ισχυρές ηθικές αρχές, χωρίς υλικούς πόρους και χωρίς επιτυχημένες συμμαχίες, δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει σε έναν κόσμο που απαιτούσε νέα συστήματα και νέα πολιτική στρατηγική.
Β΄Αθηναϊκή Ηγεμονία |
Εντωμεταξύ, το 362 αρχίζει μία διένεξη μεταξύ Θηβαίων και Φωκέων που θα οδηγήσει σε έναν ανίερο πόλεμο, όταν οι δεύτεροι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τους πρώτους να εκστρατεύσουν εναντίον της Σπάρτης. Οι Θηβαίοι ζητούν τότε να επιβληθεί πρόστιμο στους Φωκείς, επειδή καλλιεργούσαν αυθαίρετα κάποια κτήματα που ανήκαν στο Μαντείο. Με τη χρηματοδότηση της Σπάρτης και τη βοήθεια των Αθηναίων και των τυράννων των Φερών, οι Φωκείς, με αρχηγό τον Φιλόμηλο, καταλαμβάνουν τους Δελφούς και προβαίνουν σε εξαιρετικά ασεβείς πράξεις. Αφού εξόντωσαν τους «θρακίδες», το ιερό γένος που κατείχε την εξουσία των Δελφών, εξανάγκασαν την Πυθία να χρησμοδοτήσει ευνοϊκά για τον αρχηγό τους. Εκείνη, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφαίνεται «ἔξεστιν αὐτῷ πράττειν ὅ βούλεται».
Το 360, ο αρχηγός τους Ονόμαρχος ξοδεύει ένα μεγάλο ποσό από τον θησαυρό του Μαντείου για τη σύσταση μισθοφορικού στρατού 20.000 στρατιωτών και 1.000 ιππέων και για την οχύρωση των πόλεών του.
Πολιτική και Ηθική Κρίση
Το 357, είχε κυκλοφορήσει ο «Αρεοπαγιτικός» του, ένας λόγος που παρακινεί τους Αθηναίους να ταχθούν υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας σύμφωνα με τις αρχές και το όραμα των ιδρυτών της (του Σόλωνα και του Κλεισθένη). Επιστροφή στα χρόνια εκείνης της δημοκρατίας που εξασφάλισε στην Αθήνα τη μεγαλύτερη δόξα και την έκανε την ηγέτιδα δύναμη όλης της Ελλάδας. Στρέφεται εναντίον της οχλοκρατίας της εποχής του, που οδήγησε την πόλη σε αδυναμία και παρακμή σε όλους τους τομείς.
Ο Σόλων |
Το πολίτευμα λοιπόν που επιτρέπει την πρόοδο της πόλης είναι εκείνο στο οποίο οι άρχοντες εκλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια και ο λαός έχει τη δυνατότητα να τους ελέγχει. Επιπλέον, όλοι ήταν πεπεισμένοι πως έπρεπε να διατηρήσουν αναλλοίωτες τις παραδόσεις, να φροντίζουν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις με την ίδια σύνεση που επεδείκνυαν και στις δημόσιες, με ομόνοια και όρεξη για εργασία. Ως εκ τούτου:
«...και οι πιο φτωχοί πολίτες απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιότερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις σπουδαίες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, διότι είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχει ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Οι πλούσιοι πάλι, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλά επειδή θεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, βοηθούσαν τους άπορους και σε άλλους μεν παραχωρούσαν κτήματα για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους απασχολούσαν στο εμπόριο και σε άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων. Γιατί δεν είχαν τον φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που δάνεισαν.» (28)
Ο φόβος αυτός δεν υπήρχε, διότι το δικαστικό σύστημα λειτουργούσε αποτελεσματικά και επέβαλε αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εξασφαλιζόταν, έτσι η ομαλή λειτουργία της οικονομίας, εφόσον οι έχοντες χρήματα τα δάνειζαν ευχαρίστως, ώστε να αποκομίσουν κέρδος και οι φτωχοί είχαν πάντα κεφάλαια στη διάθεσή τους, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να βρεθούν σε κατάσταση πλήρους ένδειας.
Ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς |
Ο Ισοκράτης, προσπαθεί να συγκινήσει τους συμπολίτες του με συχνές αναφορές στις παλιές ένδοξες εποχές, εφιστώντας τους την προσοχή στην κρισιμότητα της κατάστασης που είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν. Ήταν πεπεισμένος πως μία πόλη χωρίς ισχυρές ηθικές αρχές, χωρίς υλικούς πόρους και χωρίς επιτυχημένες συμμαχίες, δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει σε έναν κόσμο που απαιτούσε νέα συστήματα και νέα πολιτική στρατηγική.